ακάλυπτος

ακάλυπτος
-η, -ο (Α ἀκάλυπτος, -ον) [καλυπτός]
1. όποιος δεν έχει καλυφθεί, ασκέπαστος
«πηγάδι ακάλυπτο»
2. γυμνός
«σώμα ακάλυπτο», «μέλη τού σώματος ακάλυπτα»
3. ασκεπής, ξεσκούφωτος
4. (χώρος) αδεντροφύτευτος, άδεντρος, γυμνός
5. (χώρος) που μένει υποχρεωτικά ελεύθερος μεταξύ οικοδομών
6. (οφειλέτης) ο οποίος δεν έχει πληρώσει τα χρέη του
7. (χαρτονόμισμα) χωρίς το ανάλογο μεταλλικό αντίκρυσμα
8. (επιταγή) χωρίς αντίκρυσμα
9. (λογαριασμός) ανοικτός, που εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο
10. το ακάλυπτον
τραπεζικός όρος που φανερώνει υπέρβαση πιστώσεως, η οποία έχει ανοιχτεί από την Τράπεζα για κάποιον πελάτη
αρχ.
1. ασκέπαστος, ασκεπής
2. μτφ. άστεγος
«ἐν ἀκαλύπτῳ βίῳ» (Μένανδρ. 404).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀκάλυπτος — uncovered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάλυπτος — η, ο 1. ασκέπαστος: Ο λάκκος δεν έπρεπε να μείνει ακάλυπτος. 2. απροφύλαχτος, απροστάτευτος: Ο λόχος μας στην προσπάθειά του αυτή είχε μείνει ακάλυπτος. 3. (για οφειλέτη), αυτός του οποίου δεν πληρώθηκαν τα χρέη ή για τον οποίο δε δόθηκε εγγύηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαλύπτως — ἀκάλυπτος uncovered adverbial ἀκάλυπτος uncovered masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάλυπτον — ἀκάλυπτος uncovered masc/fem acc sg ἀκάλυπτος uncovered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλύπτοις — ἀκάλυπτος uncovered masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλύπτους — ἀκάλυπτος uncovered masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκαλύπτῳ — ἀκάλυπτος uncovered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάλυπτα — ἀκάλυπτος uncovered neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκάλυπτοι — ἀκάλυπτος uncovered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβέρτος — η, ο 1. ανοιχτός, διάπλατος, ακάλυπτος, άφραχτος 2. (για τα ιστία πλοίου ή ανεμόμυλου) αναπεπταμένος, ανοιχτός 3. ευρύχωρος 4. απεριόριστος, ελεύθερος 5. (για πρόσωπα) α) ειλικρινής, ευθύς, ντόμπρος β) ευπροσήγορος, ανοιχτόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”